- λέπρωμα
- τοιατρ. οζώδης σχηματισμός, κυρίως τού δέρματος, που χαρακτηρίζει τη λεπροματώδη μορφή τής λέπρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leprome < υστερολατ. lepra (< λατ. leprae < λέπρα) + κατάλ. -ome. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.